- φτω
- Νβλ. φτύνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… … Dictionary of Greek
φτύνω — και φτω έφτυσα, φτύστηκα, φτυσμένος 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο ή πτύελο. 2. πετάω σάλιο στο πρόσωπο κάποιου σε εκδήλωση αηδίας ή αποστροφής: Δεν αξίζει ούτε να φτύσει κανείς επάνω του. 3. μτφ., περιφρονώ, αποστρέφομαι κάποιον: Τι να τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)